- Μυρσίνη
- Sp Mirsinė Ap Μυρσίνη/Myrsini L P Graikija
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
μυρσίνη — myrtle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίνῃ — μυρσίνη myrtle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον … Dictionary of Greek
μυρσίνη — η η μυρτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζορμπά, Μυρσίνη — (Αθήνα 1949 –). Εκδότρια, ευρωβουλευτής και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, ενώ το 1992 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σταδιοδρόμησε ως εκδότρια βιβλίων (1973 93) … Dictionary of Greek
Κάτω Μυρσίνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 126 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΒΔ της πόλης της Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου … Dictionary of Greek
μυρρίναι — μυρσίνη myrtle fem nom/voc pl (attic) μυρρίνᾱͅ , μυρσίνη myrtle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσίναι — μυρσίνη myrtle fem nom/voc pl μυρσίνᾱͅ , μυρσίνη myrtle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρρίναις — μυρσίνη myrtle fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρρίναισι — μυρσίνη myrtle fem dat pl (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)